- προεγχυματίζω
- Μεγχυματίζω* προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐγχυματίζω «χύνω μέσα, ενσταλλάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεγχυμάτιζε — προεγχυματίζω make an infusion first pres imperat act 2nd sg προεγχυματίζω make an infusion first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεγχυματισμός — ὁ, Μ [προεγχυματίζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού προεγχυματίζω* … Dictionary of Greek